μαθηματοπωλικόν

μαθηματοπωλικόν
μαθηματοπωλικός
making a trade of science
masc acc sg
μαθηματοπωλικός
making a trade of science
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαθηματοπωλικός — μαθηματοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» οι σοφιστές, Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλική η αντί χρημάτων διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, ατος + πωλικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”